επιπροϊάλλω

επιπροϊάλλω
ἐπιπροϊάλλω (Α) [προϊάλλω]
1. παραθέτω μπροστά σε κάποιον, βάζω μπροστά («ἢ σφῶιν πρῶτον μὲν ἐπιπροΐηλε τράπεζαν», Ομ. Ιλ.)
2. στέλνω σε κάποιον.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἐπιπροίαλλε — ἐπιπροί̱αλλε , ἐπιπροιάλλω set out imperf ind act 3rd sg ἐπιπροίαλλε , ἐπιπροιάλλω set out pres imperat act 2nd sg ἐπιπροίαλλε , ἐπιπροιάλλω set out imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιπροίαλλεν — ἐπιπροί̱αλλεν , ἐπιπροιάλλω set out imperf ind act 3rd sg ἐπιπροίαλλεν , ἐπιπροιάλλω set out imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιπροίηλε — ἐπιπροί̱ηλε , ἐπιπροιάλλω set out aor ind act 3rd sg ἐπιπροίηλε , ἐπιπροιάλλω set out aor ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιπροίηλεν — ἐπιπροί̱ηλεν , ἐπιπροιάλλω set out aor ind act 3rd sg ἐπιπροίηλεν , ἐπιπροιάλλω set out aor ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιάλλω — ἰάλλω, αττ. τ. ἱάλλω (Α) 1. ρίχνω, εκτοξεύω, εκσφενδονίζω («ὀϊστὸν ἀπὸ νευρῆφιν ἴαλλεν», Ομ. Ιλ.) 2. στέλνω, εξαποστέλλω («κἀπὶ Δωδώνης... θεοπρόπους ἴαλλεν», Αισχύλ.) 3. βρίσκω 4. φεύγω, τρέχω ή πετώ 5. φρ. α) «περὶ χερσὶ δὲ δεσμόν ἴηλα» έβαλα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”